sabordage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sa.bɔʁ.daːʒ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sabordage | sabordages |
sabordage (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
sabordage | sabordages |
sabordage (fr) αρσενικό