salty
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | salty |
συγκριτικός | saltier |
υπερθετικός | saltiest |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]salty (en)
- αλμυρός
- ⮡ The homemade salad is very salty.
- Η σπιτική σαλάτα είναι πολύ αλμυρή.
- ⮡ I want something salty for breakfast.
- Θέλω κάτι αλμυρό για πρωινό.
- ⮡ The homemade salad is very salty.