salty

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός salty
συγκριτικός saltier
υπερθετικός saltiest

Επίθετο[επεξεργασία]

salty (en)

  • αλμυρός
    The homemade salad is very salty.
    Η σπιτική σαλάτα είναι πολύ αλμυρή.
    I want something salty for breakfast.
    Θέλω κάτι αλμυρό για πρωινό.

Πηγές[επεξεργασία]