salty
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | salty |
συγκριτικός | saltier |
υπερθετικός | saltiest |
Επίθετο[επεξεργασία]
salty (en)
- αλμυρός
- ↪ The homemade salad is very salty.
- Η σπιτική σαλάτα είναι πολύ αλμυρή.
- ↪ I want something salty for breakfast.
- Θέλω κάτι αλμυρό για πρωινό.
- ↪ The homemade salad is very salty.