samideano
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | samideano | samideanoj |
αιτιατική | samideanon | samideanojn |
samideano (eo)
- υποστηρικτής των ίδιων ιδεών με κάποιον άλλο
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Χρησιμοποιείται συνήθως εννοώντας τους άλλους εσπεραντίστες.