Μετάβαση στο περιεχόμενο

sandale

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sandale < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /?/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sandale sandales

sandale (fr) θηλυκό