sarment
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sarment | sarments |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sarment (fr) αρσενικό
- νέο ξύλο που βγάζει κάθε χρόνο μια κληματαριά
ενικός | πληθυντικός |
sarment | sarments |
sarment (fr) αρσενικό