sarment
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sarment | sarments |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sarment (fr) αρσενικό
- νέο ξύλο που βγάζει κάθε χρόνο μια κληματαριά
ενικός | πληθυντικός |
sarment | sarments |
sarment (fr) αρσενικό