Μετάβαση στο περιεχόμενο

sarment

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
sarment sarments

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sarment (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]