sauciness
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sauciness | saucinesss |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sauciness (en)
- η τσαχπινιά
- ↪ She appears in the video eating strawberries with sauciness.
- Αυτή εμφανίζεται στο βίντεο να τρώει φράουλες με τσαχπινιά. (Χρειάζεται επεξεργασία)
- ↪ She appears in the video eating strawberries with sauciness.