saxonique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /sa.ksɔ.nik/
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
saxonique | saxoniques |
saxonique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
saxonique | saxoniques |
saxonique (fr) αρσενικό ή θηλυκό