Μετάβαση στο περιεχόμενο

sceptre

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
sceptre sceptres

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sceptre (en) (βρετανική γραφή) & scepter (αμερικανική γραφή)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sceptre (fr) αρσενικό