sceptre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sceptre | sceptres |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sceptre (en) (βρετανική γραφή) & scepter (αμερικανική γραφή)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sceptre (fr) αρσενικό
- το σκήπτρο