scurtu

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
scurtu < δημώδης λατινική *excurtus < λατινική curtus < πρωτοϊταλική *kortos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)kr̥tós (κοντός) < *(s)ker- (κόβω)

Επίθετο

[επεξεργασία]

scurtu