se coucher

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sə‿ku.ʃe/

Ρήμα[επεξεργασία]

se coucher

  1. ξαπλώνω για να κοιμηθώ
    Je vais me coucher, je suis trop fatigué.
    Πάω να 'ξαπλώσω, είμαι πολύ κουρασμένος.
  2. πέφτω στο πλάι, ξαπλώνω, τσακίζομαι
    à cause des vents forts, beaucoup de poteaux électriques se sont couchés
    λόγω των ισχυρών ανέμων, πολλές κολώνες της ΔΕΗ έπεσαν
  3. (αστρονομία) δύω, βασιλεύω
    le soleil va bientôt se coucher
    όπου νάναι, ο ήλιος θα δύσει

Παροιμίες[επεξεργασία]

  • comme on fait son lit on se couche - ο καθένας υφίσταται τις συνέπειες των πράξεών του