se déboutonner
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sə·de.bu.tɔ.ne/
Ρήμα[επεξεργασία]
se déboutonner (fr)
- ξεκουμπώνομαι
- (μεταφορικά) μιλώ ελεύθερα, τα βγάζω όλα στη φόρα