seater

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
seater seaters

Ετυμολογία [επεξεργασία]

seater < seat + -er

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

seater (en)

  • -θέσιος, σε σύνθετα που δηλώνει αριθμό θέσεων
    a two-seater/three-seater couch - διθέσιος, τριθέσιος καναπές
    a four-seater car - τετραθέσιο αυτοκίνητο