segment
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
segment | segments |
segment (fr) αρσενικό
- το τμήμα
- (γεωμετρία) segment de droite, segment: ευθύγραμμο τμήμα