segment
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
segment | segments |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]segment (fr) αρσενικό
- το τμήμα
- (γεωμετρία) segment de droite, segment: ευθύγραμμο τμήμα
ενικός | πληθυντικός |
segment | segments |
segment (fr) αρσενικό