Μετάβαση στο περιεχόμενο

semblable

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
semblable semblables

semblable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. παρόμοιος, παρεμφερής
  2. που μοιάζει

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
semblable semblables

semblable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]