semblable
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
semblable | semblables |
semblable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- παρόμοιος, παρεμφερής
- που μοιάζει
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
semblable | semblables |
semblable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο εταίρος, ο συνάδελφος, ο συνάνθρωπος