send

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας send
γ΄ ενικό ενεστώτα sends
αόριστος sent
παθητική μετοχή sent
ενεργητική μετοχή sending
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

Ρήμα[επεξεργασία]

send (en)

  1. στέλνω, κάνω κάτι να πάει σε ένα μέρος, ειδικά μέσω ταχυδρομείου, email, ραδιοφώνου κτλ.
    I send someone a letter/some money.
    Στέλνω σε κάποιον ένα γράμμα/λίγα χρήματα.
  2. στέλνω, λέω σε κάποιον να πάει κάπου ή να κάνει κάτι
    I sent the kids off to school.
    Στέλνω τα παιδιά στο σχολείο.
  3. ρίχνω, πετάω, κάνω κάτι ή κάποιον να κινηθεί γρήγορα ή ξαφνικά
    The glut of fruit sent prices down.
    Η υπεραφθονία φρούτων έριξε τις τιμές.
    The rain sent the temperature down.
    Η βροχή έριξε τη θερμοκρασία.
    He sent the plates flying out of the window.
    Πέταξε τα πιάτα έξω από το παράθυρο.

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]