sescenta
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sescenta | sescentaj |
αιτιατική | sescentan | sescentajn |
sescenta (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sescenta | sescentaj |
αιτιατική | sescentan | sescentajn |
sescenta (eo)