sew

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας sew
γ΄ ενικό ενεστώτα sews
αόριστος sewed
παθητική μετοχή sewn, sewed
ενεργητική μετοχή sewing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

sew (en)