ράβω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ράβω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ῥάπτω μέσω μεσαιωνικού υποθετικού τύπου *ράβω (δείτε το μεσαιωνικό ραύγω), με μεταπλασμό σε -βω με βάση το αοριστικό θέμα ραψ- κατά το σχήμα τριψ- (έτριψα) > τρίβω.[1]
Ρήμα
[επεξεργασία]ράβω, αόρ.: έραψα, παθ.φωνή: ράβομαι, π.αόρ.: ράφτηκα, μτχ.π.π.: ραμμένος
- με βελόνα και κλωστή ενώνω τα διεστώτα κομμάτια ενός υφάσματος ή άλλου υλικού
- με βελόνα και κλωστή προσαρτώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο (π.χ. ένα κουμπί σε ρούχο)
- φτιάχνω ένα ένδυμα ο ίδιος ή δίνω παραγγελία σε άλλον (ράφτη) να μου το φτιάξει
- κλείνω κάτι που είναι ανοιχτό με τη διαδικασία (1)
- (ιατρική) αποκαθιστώ με τη διαδικασία (1) την χειρουργική τομή ή το σημείο που έχει τραυματιστεί
- (παθητική φωνή) ράβομαι: συνηθίζω να χρησιμοποιώ κάποιον, για να μου ράβει τα ρούχα, είμαι πελάτης του
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- κόβω και ράβω: κάνω ανεξέλεγκτα ό,τι θέλω
- κομμένος και ραμμένος στα μέτρα του: ταιριάζει ακριβώς στην περίπτωσή του
- ράβε ξήλωνε: επαναλαμβάνω ανούσια την ίδια ενέργεια ή εργασία
- ράβω το στόμα: πεισματικά δεν απαντώ ή γενικά δεν μιλάω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ράβω | έραβα | θα ράβω | να ράβω | ράβοντας | |
β' ενικ. | ράβεις | έραβες | θα ράβεις | να ράβεις | ράβε | |
γ' ενικ. | ράβει | έραβε | θα ράβει | να ράβει | ||
α' πληθ. | ράβουμε | ράβαμε | θα ράβουμε | να ράβουμε | ||
β' πληθ. | ράβετε | ράβατε | θα ράβετε | να ράβετε | ράβετε | |
γ' πληθ. | ράβουν(ε) | έραβαν ράβαν(ε) |
θα ράβουν(ε) | να ράβουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έραψα | θα ράψω | να ράψω | ράψει | ||
β' ενικ. | έραψες | θα ράψεις | να ράψεις | ράψε | ||
γ' ενικ. | έραψε | θα ράψει | να ράψει | |||
α' πληθ. | ράψαμε | θα ράψουμε | να ράψουμε | |||
β' πληθ. | ράψατε | θα ράψετε | να ράψετε | ράψτε | ||
γ' πληθ. | έραψαν ράψαν(ε) |
θα ράψουν(ε) | να ράψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ράψει | είχα ράψει | θα έχω ράψει | να έχω ράψει | ||
β' ενικ. | έχεις ράψει | είχες ράψει | θα έχεις ράψει | να έχεις ράψει | έχε ραμμένο | |
γ' ενικ. | έχει ράψει | είχε ράψει | θα έχει ράψει | να έχει ράψει | ||
α' πληθ. | έχουμε ράψει | είχαμε ράψει | θα έχουμε ράψει | να έχουμε ράψει | ||
β' πληθ. | έχετε ράψει | είχατε ράψει | θα έχετε ράψει | να έχετε ράψει | έχετε ραμμένο | |
γ' πληθ. | έχουν ράψει | είχαν ράψει | θα έχουν ράψει | να έχουν ράψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ραμμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ραμμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ραμμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ραμμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ράβομαι | ραβόμουν(α) | θα ράβομαι | να ράβομαι | ||
β' ενικ. | ράβεσαι | ραβόσουν(α) | θα ράβεσαι | να ράβεσαι | ||
γ' ενικ. | ράβεται | ραβόταν(ε) | θα ράβεται | να ράβεται | ||
α' πληθ. | ραβόμαστε | ραβόμαστε ραβόμασταν |
θα ραβόμαστε | να ραβόμαστε | ||
β' πληθ. | ράβεστε | ραβόσαστε ραβόσασταν |
θα ράβεστε | να ράβεστε | (ράβεστε) | |
γ' πληθ. | ράβονται | ράβονταν ραβόντουσαν |
θα ράβονται | να ράβονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ράφτηκα | θα ραφτώ | να ραφτώ | ραφτεί | ||
β' ενικ. | ράφτηκες | θα ραφτείς | να ραφτείς | ράψου | ||
γ' ενικ. | ράφτηκε | θα ραφτεί | να ραφτεί | |||
α' πληθ. | ραφτήκαμε | θα ραφτούμε | να ραφτούμε | |||
β' πληθ. | ραφτήκατε | θα ραφτείτε | να ραφτείτε | ραφτείτε | ||
γ' πληθ. | ράφτηκαν ραφτήκαν(ε) |
θα ραφτούν(ε) | να ραφτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ραφτεί | είχα ραφτεί | θα έχω ραφτεί | να έχω ραφτεί | ραμμένος | |
β' ενικ. | έχεις ραφτεί | είχες ραφτεί | θα έχεις ραφτεί | να έχεις ραφτεί | ||
γ' ενικ. | έχει ραφτεί | είχε ραφτεί | θα έχει ραφτεί | να έχει ραφτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ραφτεί | είχαμε ραφτεί | θα έχουμε ραφτεί | να έχουμε ραφτεί | ||
β' πληθ. | έχετε ραφτεί | είχατε ραφτεί | θα έχετε ραφτεί | να έχετε ραφτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ραφτεί | είχαν ραφτεί | θα έχουν ραφτεί | να έχουν ραφτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ραμμένος - είμαστε, είστε, είναι ραμμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ραμμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ραμμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ραμμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ραμμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ραμμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ραμμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ράβω
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ράβω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας