ραπτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ραπτικός | η | ραπτική | το | ραπτικό |
γενική | του | ραπτικού | της | ραπτικής | του | ραπτικού |
αιτιατική | τον | ραπτικό | τη | ραπτική | το | ραπτικό |
κλητική | ραπτικέ | ραπτική | ραπτικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ραπτικοί | οι | ραπτικές | τα | ραπτικά |
γενική | των | ραπτικών | των | ραπτικών | των | ραπτικών |
αιτιατική | τους | ραπτικούς | τις | ραπτικές | τα | ραπτικά |
κλητική | ραπτικοί | ραπτικές | ραπτικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ραπτικός < ελληνιστική κοινή ῥαπτικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ραπτικός
- που έχει σχέση με το ράψιμο ή τον ράφτη ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (ουσιαστικοποιημένο) ραπτικά
- άλλες μορφές: ραφτικά
- (ουσιαστικοποιημένο) ραπτική
- άλλες μορφές: ραφτική
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ράβω