ελληνοράφτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ελληνοράφτης οι ελληνοράφτες, ελληνοράφτηδες
ελληνοραφτάδες
      γενική του ελληνοράφτη των ελληνοραφτών, ελληνοράφτηδων
ελληνοραφτάδων
    αιτιατική τον ελληνοράφτη τους ελληνοράφτες, ελληνοράφτηδες
ελληνοραφτάδες
     κλητική ελληνοράφτη ελληνοράφτες, ελληνοράφτηδες
ελληνοραφτάδες
Κατηγορία όπως «ράφτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ελληνοράφτης < ελληνο- + ράφτης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ελληνοράφτης αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]