ελληνοράφτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ελληνοράφτης αρσενικό
- (επάγγελμα) άλλη γραφή του ελληνοράπτης
- ※ «Ελληνοράφτες» ἀποκαλοῦσαν αὐτοὺς ποὺ ράβανε τὶς φουστανέλλες καὶ κεντούσανε τὶς χρυσοπλούμιστες φέρμελες, σ ̓ ἀντίθεση μὲ τοὺς «φραγκορράφτες», ποὺ ράβανε τὰ εὐρωπαϊκῆς μόδας – φράγκικα – κοστούμια. (Αρχείον Ευβοϊκών μελετών, τόμος 17, 1971. σελ. 103)
Πηγές[επεξεργασία]
- ελληνοράφτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας