shoelace

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
shoelace shoelaces

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

shoelace (en)

  • το κορδόνι για τα παπούτσια
    My shoelaces got untied.
    Λύθηκαν τα κορδόνια των παπουτσιών μου.