Μετάβαση στο περιεχόμενο

shoelace

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
shoelace shoelaces

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
shoelace < shoe + lace

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

shoelace (en)

  • το κορδόνι για τα παπούτσια
      My shoelaces got untied.
    Λύθηκαν τα κορδόνια των παπουτσιών μου.
      Tighten up your shoelaces!
    Σφίξε τα κορδόνια σου!
     συνώνυμα: lace