shopping cart
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
shopping cart | shopping carts |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
shopping cart (en)
- (αμερικανικά αγγλικά) το καροτσάκι, για ψώνια