shopping
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
shopping | shoppings |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
shopping (en)
- τα ψώνια
- ↪ We went out shopping.
- Βγήκαμε για ψώνια.
- ↪ We went out shopping.
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
shopping (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του shop