silkworm
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
silkworm | silkworms |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]silkworm (en)
- (εντομολογία) ο μεταξοσκώληκας
- ↪ silkworms spinning cocoons - μεταξοσκώληκες που υφαίνουν κουκούλι