sismo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sismo | sismoj |
αιτιατική | sismon | sismojn |
sismo (eo)
- ο σεισμός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sismo | sismoj |
αιτιατική | sismon | sismojn |
sismo (eo)