skandalo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skandalo | skandaloj |
αιτιατική | skandalon | skandalojn |
skandalo (eo)
- το σκάνδαλο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skandalo | skandaloj |
αιτιατική | skandalon | skandalojn |
skandalo (eo)