skueto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skueto | skuetoj |
αιτιατική | skueton | skuetojn |
skueto (eo)
- ταρακούνημα, μικρό κούνημα