smarować

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

smarować (pl)

  1. απλώνω μια λιπαρή ουσία επάνω σε κάτι, αλείφω
  2. ανάλογα με το υλικό: