smuggling
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- το λαθρεμπόριο
- ↪ He became mixed up in a smuggling case.
- Μπερδεύτηκε με μια υπόθεση λαθρεμπορίου.
- ↪ He became mixed up in a smuggling case.
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
smuggling (en)