smuggling

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

smuggling (en) (μη μετρήσιμο)

  • το λαθρεμπόριο
    He became mixed up in a smuggling case.
    Μπερδεύτηκε με μια υπόθεση λαθρεμπορίου.

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

smuggling (en)

Πηγές[επεξεργασία]