smuggling
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- το λαθρεμπόριο
He became mixed up in a smuggling case.
- Μπερδεύτηκε με μια υπόθεση λαθρεμπορίου.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]smuggling (en)