snobisme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
snobisme snobismes

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

snobisme (fr) αρσενικό

  1. σνομπισμός, σνομπάρισμα, σνομπαρία
  2. σνομπαρία

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη snob