σνομπαρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σνομπαρία οι σνομπαρίες
      γενική της σνομπαρίας
    αιτιατική τη σνομπαρία τις σνομπαρίες
     κλητική σνομπαρία σνομπαρίες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σνομπαρία < σνομπ + -αρία < αγγλική snob

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σνομπαρία θηλυκό

  1. κύκλος σνομπ ανθρώπων
  2. το φέρσιμο, η συμπεριφορά του σνομπ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]