σνομπ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σνομπ < (λόγιο δάνειο) αγγλική snob < άγνωστης ετυμολογίας, αρχικά: παπουτσής, αργότερα: κατώτερης τάξης και δείτε περισσότερα στο snob. Παρετυμολογική είναι η δημοφιλής σύνδεση με τη νεολατινική φράση sine nobilitate (χωρίς τίτλο ευγενικής καταγωγής).[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈsnob/

Επίθετο[επεξεργασία]

σνομπ άκλιτο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]