σνομπάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σνομπάρισμα < σνομπάρω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σνομπάρισμα ουδέτερο
- το φέρσιμο, η συμπεριφορά ενός σνομπ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σνομπάρισμα
|