snuff

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

snuff (en)

  1. σβήνω κερί ή λάμπα, κρατώντας το φιτίλι του
  2. σκοτώνω
     συνώνυμα: snuff out