sociétaire
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| sociétaire | sociétaires |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sociétaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- μέλος ενός συλλόγου, μιας αδελφότητας, ενός σωματείου, κ.λπ.
| ενικός | πληθυντικός |
| sociétaire | sociétaires |
sociétaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό