sociétairement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sociétairement < sociétaire
Επίρρημα[επεξεργασία]
sociétairement (fr)
- όντας μέλος μιας κοινωνίας, μιας αδελφότητας, ενός σωματείου, κ.λπ.