Μετάβαση στο περιεχόμενο

sock

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
sock socks

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sock (en)

  1. κάλτσα
  2. (αργκό Βικιεγχειρημάτων) το ψευδώνυμο-μαριονέτα χρήστη που αλλάζει συχνά ονόματα

Σύνθετα

[επεξεργασία]