Μετάβαση στο περιεχόμενο

soldier

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
soldier soldiers

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

soldier (en)

  • ο στρατιώτης
      In the first days of the exercise, the soldiers must be trained in building trenches.
    Τις πρώτες μέρες της άσκησης οι στρατιώτες πρέπει να εκπαιδευτούν στην κατασκευή ορυγμάτων.

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]