soother
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]soother (en)
- αυτός που ησυχάζει, που καλμάρει
- lemon balm, along with other herbs, is reputed to be effective as a soother of nerves
- (Καναδάς) η πιπίλα του μωρού