soumis
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- soumis < soumettre
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | soumis | soumiss |
θηλυκό | soumise | soumises |
soumis (fr)
Μετοχή[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | soumis | soumiss |
θηλυκό | soumise | soumises |
soumis (fr)