soumis
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- soumis < soumettre
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | soumis | soumiss |
θηλυκό | soumise | soumises |
soumis (fr)
Μετοχή
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | soumis | soumiss |
θηλυκό | soumise | soumises |
soumis (fr)