spandrel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
spandrel spandrels

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈspandrɪl/

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

spandrel < υποκοριστικό του αγγλο-νορμανδικού spaundre: [λείπει η λέξη]
< αβέβαιης προέλευσης, ίσως από το παλαιογαλλικό espandre «επεκτείνω, απλώνω, διευρύνω» < λατινικά: expandō «επεκτείνω, απλώνω, διευρύνω· εξηγώ, αναπτύσσω πλήρως σκέψη»

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

spandrel (en)

  • (το) τρίγωνο, (το) λοφίο *
  • (το) τύμπανο *