spandrel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
spandrel | spandrels |
Προφορά
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]spandrel < υποκοριστικό του αγγλο-νορμανδικού spaundre: [λείπει η λέξη]
<
αβέβαιης προέλευσης, ίσως από το παλαιογαλλικό espandre «επεκτείνω, απλώνω, διευρύνω» < λατινικά: expandō «επεκτείνω, απλώνω, διευρύνω· εξηγώ, αναπτύσσω πλήρως σκέψη»
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]spandrel (en)