Μετάβαση στο περιεχόμενο

specialize

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας specialize
γ΄ ενικό ενεστώτα specializes
αόριστος specialized
παθητική μετοχή specialized
ενεργητική μετοχή specializing

specialize (en)

  • (αμετάβατο) ειδικεύω, γίνομαι ειδικός σε ορισμένο τομέα
      He specialized in heart surgery.
    Ειδικεύτηκε στην καρδιοχειρουργική.