specialized
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | specialized |
συγκριτικός | more specialized |
υπερθετικός | most specialized |
specialized (en)
- ειδικευμένος, γίνομαι ειδικός σε ορισμένο κλάδο επιστήμης, τέχνης, επαγγέλματος, κτλ.
- ↪ He is specialized in plastic surgery.
- Είναι ειδικευμένος σε πλαστικές εγχειρήσεις.
- ↪ He is specialized in plastic surgery.
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
specialized (en)
- αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του specialize
Πηγές[επεξεργασία]
- specialized - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 261. ISBN 9780194325684., λήμμα: ειδικευμένος