Μετάβαση στο περιεχόμενο

specialized

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός specialized
συγκριτικός more specialized
υπερθετικός most specialized

specialized (en)

  • ειδικευμένος, εξειδικευμένος, γίνομαι ειδικός σε ορισμένο κλάδο επιστήμης, τέχνης, επαγγέλματος, κτλ.
      He is specialized in plastic surgery.
    Είναι ειδικευμένος σε πλαστικές εγχειρήσεις.
      specialized knowledge - εξειδικευμένη γνώση
      I asked a specialized technician and he explained everything to me.
    Ρώτησα έναν εξειδικευμένο τεχνικό και μου τα εξήγησε όλα.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

specialized (en)