spectable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- spectable < λατινική spectabilis
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
spectable | spectables |
spectable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (16ο αιώνας) που αξίζει να δει κανείς