spiona
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | spiona | spionaj |
αιτιατική | spionan | spionajn |
spiona (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | spiona | spionaj |
αιτιατική | spionan | spionajn |
spiona (eo)