spirit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
spirit | spirits |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]spirit (en)
- το πνεύμα, άτομο του τύπου που αναφέρεται
- ⮡ She is a free spirit.
- Αυτή είναι ελεύθερο πνεύμα.
- ⮡ She is a free spirit.
- το πνεύμα, η ψυχή
- ⮡ I won’t be here but my spirit will be with you.
- Δε θα είμαι εδώ αλλά το πνεύμα μου θα είναι μαζί σας.
- ⮡ I won’t be here but my spirit will be with you.
- το οινόπνευμα
- διπλής ή πολλαπλής απόσταξης αλκοολούχο ποτό, βαρύ ποτό
- ούζο, brandy, whisky, gin, rum κτλ.