spirit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
spirit spirits

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

spirit (en)

  1. το πνεύμα, άτομο του τύπου που αναφέρεται
    ⮡  She is a free spirit.
    Αυτή είναι ελεύθερο πνεύμα.
  2. το πνεύμα, η ψυχή
    ⮡  I won’t be here but my spirit will be with you.
    Δε θα είμαι εδώ αλλά το πνεύμα μου θα είναι μαζί σας.
  3. το οινόπνευμα
  4. διπλής ή πολλαπλής απόσταξης αλκοολούχο ποτό, βαρύ ποτό
    • ούζο, brandy, whisky, gin, rum κτλ.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]