spiro

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

spiro < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)peys- (“αναπνέω”). Συγγενές με το (αγγλοσαξονικά) fisting και το (αλβανικά) fryj (“αναπνέω”)

Ρήμα[επεξεργασία]

spiro

  1. αναπνέω
  2. φυσώ
  3. (συνεκδοχικά) ζω
  4. εμπνέομαι
  5. σχεδιάζω

Κλίση[επεξεργασία]