Μετάβαση στο περιεχόμενο

spurn

Από Βικιλεξικό

spurn (en)

  1. απορρίπτω με περιφρόνηση
  2. διώχνω κάτι σπρώχνοντάς το με το πόδι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

spurn (en)

  1. περιφρονητική απόρριψη
  2. κλοτσιά