stalk
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]stalk (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]stalk (en)
- πλησιάζω το θύμα μου κατά τρόπο ώστε να μη γίνομαι αντιληπτός
- παρακολουθώ κάποιον για να του κάνω κακό
stalk (en)
stalk (en)