stash

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stash (en)

  • κρυμμένο απόθεμα, κάτι που αποθηκεύουμε για μελλοντική χρήση

stash (en)